μαψαῦραι

μαψαῦραι
μαψ-αῦραι, ῶν, αἱ, ([etym.] αὔρα)
A random breezes, gusts of wind, Hes.Th. 872, cf. Call.Fr.67 (al. divisim μὰψ αὖραι ἐπιπνείουσι θάλασσαν).
II as Adj., μαψαῦραι στόβοι idle boastings, Lyc.395.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαψαύραι — μαψαῡραι, ῶν, αἱ (Α) 1. ασθενείς τοπικές πνοές ανέμου που δεν έχουν συγκεκριμένη διεύθυνση 2. φρ. «μαψαῡραι στόβοι» κενές καυχησιολογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. τής οποίας α συνθετικό είναι το ρ. μάρπτω «συλλαμβάνω, πιάνω» και β… …   Dictionary of Greek

  • μαψαῦραι — random breezes fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαψαύραις — μαψαύ̱ραις , μαψαῦραι random breezes fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαψαύρας — μαψαύ̱ρᾱς , μαψαῦραι random breezes fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”